Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουγγρικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ουγγρικός, επίθ.· ούγγρικος.
  • Που ανήκει ή αναφέρεται στούς Ούγγρους, ουγγρικός:
    • κοντάρια ούγγρικα (Παρασπ., Βάρν. C 246
    • να χύσω αίμα ούγγρικο (Παρασπ., Βάρν. C 218).
  • Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = η ουγγρική γλώσσα:
    • οι γλώσσες εμοιράστηκαν εις εβδομηνταδύο, … ρωμαίκα, ούγγρικα, σαρακίνικα (Χούμνου, Κοσμογ. 572).

[μτγν. επίθ. ουγγρικός (TLG). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουγγρικός -ή -ό [uŋgrikós] Ε1 : που ανήκει ή γενικά αναφέρεται στην Ουγγαρία ή στους Ούγγρους· ουγγαρέζικος: H ουγγρική κυβέρνηση / τέχνη / λογοτεχνία. || (ως ουσ.) τα ουγγρικά, η ουγγρική, η ουγγρική γλώσ σα. ουγγρικά ΕΠIΡΡ στην ουγγρική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~.

[λόγ. Ούγγρ(ος) -ικός < παλ. γερμ. Ugr(er) (πληθ.) -οι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες