Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οτοστόπ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οτοστόπ το [otostóp] Ο (άκλ.) : το να σταματά κάποιος ένα ξένο όχημα και να ζητά από τον οδηγό να τον μεταφέρει δωρεάν συνήθ. προς την κατεύθυνση που αυτό κινείται: Kάνω ~. Nεαροί τουρίστες που ταξιδεύουν με ~.

[λόγ. < γαλλ. auto-stop]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go