Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οστρακόδερμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οστρακόδερμο το [ostrakóδermo] Ο42 (συνήθ. πληθ) : ονομασία ομάδας ζώων που ανήκουν στα μαλάκια.

[λόγ. < αρχ. ὀστρακόδερμον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go