Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οστεόφυτο το [osteófito] Ο42 (συνήθ. πληθ.) : (ιατρ.) ανώμαλη οστεώδης προεξοχή που δημιουργείται επάνω στο περιόστεο.
[λόγ. < γαλλ. ostéo phyte < ostéo- = οστεο- + -phyte < αρχ. φυτόν]



