Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οστεοπόρωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οστεοπόρωση η [osteopórosi] Ο33 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση, κατά την οποία αραιώνει ο ιστός των οστών με συνέπεια αυτά να γίνονται εύθραυστα.

[λόγ. < διεθ. osteo- = οστεο- + porosis = πόρω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες