Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οστεοπλαστική
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οστεοπλαστική η [osteoplastikí] Ο29 : (ιατρ.) πλαστική χειρουργική επέμβαση για την αντικατάσταση ενός οστού ή ενός μέρους του.

[λόγ. < γαλλ. ostéoplastie < ostéo- = οστεο- + -plastie (δες στο πλαστικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες