Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οστεοθήκη η [osteoθíki] Ο30 : κιβώτιο μέσα στο οποίο φυλάγονται τα οστά ενός νεκρού.
[λόγ. οστεο- + -θήκη (όχι κατευθείαν από το σπάν. ελνστ. ὀστεοθήκη, σύγκρ. οστεοφυλάκειον) σφαλερή δημιουργία αντί για το πιο κοινό και σωστό ελνστ. ὀστοθήκη]



