Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οστίτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οστίτης ο [ostístis] Ο10 : (βιολ., συνήθ. ως επίθ.) ~ ιστός, ο ιστός των οστών.

[λόγ. < ελνστ. ὀστίτης `που βρίσκεται στα οστά΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go