Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οσπριούτσικον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οσπριούτσικον το.
  • (Θωπευτ.) όσπριο·
    • (εδώ περιληπτ.):
      • ου θέλομεν οσπριούτσικον, ου θέλομεν τυρίτσιν …; (Προδρ. II 30-1 χφ H κριτ. υπ).

[<ουσ. όσπριο(ν) + κατάλ. ‑ούτσικον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες