Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οσπριοφάγος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οσπριοφάγος, επίθ.· οσπρεόφαγος.
  • Που τρώει όσπρια:
    • ο μεν πατήρ σαρκοφάγος εστίν, η δε μήτηρ οσπρεόφαγός εστιν (Φυσιολ. (Sbord.) 742 κριτ. υπ).

[<ουσ. όσπριο(ν) + β́ συνθ. ‑φάγος. Τ. οσπρεοφάγος στο Steph. (λ. όσπρεον). Η λ. τον 4. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες