Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οσποδάρος ο [ospoδáros] Ο18 : (ιστ.) τίτλος αρχόντων, ιδίως της Bλαχίας και της Mολδαβίας, υποτελών στο σουλτάνο της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας.
[λόγ. < ρουμ. hospodar -ος < σλαβ. hospod `αφέντης΄]



