Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οσονούπω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οσονούπω [osonúpo] επίρρ. χρον. : (λόγ.) σε λίγο.

[λόγ. < αρχ. φρ. ὅσον οὔπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες