Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ορώ.
-
— Βλ. και βλέπω.
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Βλέπω κ., κοιτάζω κ.:
- (Δούκ. 36710), (Πρόδρ. IV 275)·
- β) (με κατηγορηματική μτχ.):
- (Διγ. Esc. 1862).
- α) Βλέπω κ., κοιτάζω κ.:
- 2) Προσέχω κ.:
- (Έκθ. χρον. 445), (Πόλ. Τρωάδ. 372)·
- (με πλάγια ερώτηση):
- (Ερμον. Ν μετά στ. 392).
- 3) Θεωρώ:
- (Προδρ. IV 352)·
- τοις πάσι πάντα γίνομαι, γη και σποδός ορώμαι (Γλυκά, Στ. 557).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1) Βλέπω, αντιλαμβάνομαι· (εδώ παρενθετικά):
- συντόμως ήλθον, ως οράς, ως από των κυμάτων (Προδρ. III 42).
- 2) (Με την πρόθ. εις + αιτιατ.) αποβλέπω σε κ.:
- εξ ανάγκης ο κοινός λαός εις απιστίαν και προδοσίαν πατρίδος εώρα (Δούκ. 859).
- 1) Βλέπω, αντιλαμβάνομαι· (εδώ παρενθετικά):
- Ά Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Φαίνομαι, αποδεικνύομαι:
- ουκ ειμί γαρ αγνώμων ουδ’ αχάριστος οφθήσομαι (Δούκ. 13316).
- 2) Φροντίζω, προνοώ:
- ο Θεός όψεται, υιέ μου, μην έχεις έγνοιαν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 128v).
- 3) (Στο γ́ πρόσ. μέλλ., για απόδοση κατάρας):
- η … Μαρτίνα και ο Πατριάρχης Πύρος τον (ενν. τον Κωνσταντίνον) εφαρμάκωσαν και απέθανεν. Και ας όψουνται (Χρον. βασιλέων 730· Ψευδο-Σφρ. 19219).
- 1) Φαίνομαι, αποδεικνύομαι:
- Η μτχ. ενεστ. ορώμενα = τα εγκόσμια:
- (Φυσιολ. (Zur.) XXXVIIII 322).
[αρχ. οράω. Τ. ορού τσακων.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορώδης -ης -ες [oróδis] Ε11 : που έχει τη μορφή, την υφή ή τη σύσταση ορού: Συγκέντρωση ορώδους υγρού.
[λόγ. < ελνστ. ὀρώδης]
[Λεξικό Κριαρά]
- ορωτικός, επίθ.,
- βλ. ερωτικός.
[Λεξικό Κριαρά]
- ορωτικώς, επίρρ.,
- βλ. ερωτικώς.
[Λεξικό Κριαρά]
- ορωτώ,
- βλ. ερωτώ.



