Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ορφανός, επίθ.· αρφανός.
-
- 1)
- α) Που έχασε τον ένα ή και τους δύο γονείς, ορφανός:
- (Θρ. Κύπρ. 231), (Στάθ. Ά 254)·
- β) (προκ. για ζώο):
- (Πτωχολ. Β 171)·
- (παιγνιωδώς):
- ορφανής μύγας δάκρυον (Σπανός A 449).
- α) Που έχασε τον ένα ή και τους δύο γονείς, ορφανός:
- 2) (Προκ. για γονέα) που χάνει ή αποστερείται το παιδί του:
- πού με αφήνεις, υιέ μου γλυκύτατε, ορφανήν; (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 284r· Ιμπ. 199).
- 3) Αποστερημένος από τα αγαπημένα πρόσωπα· έρημος:
- (Περί ξεν. 77)·
- Αρμένη είχα πατέρα μου κι Αρμένισσα είχα μάνα μα δεν ηξεύρω η ορφανή ή ζουν ή αποθάνα (Κατζ. Έ 224· Πανώρ. Γ́ 120)·
- (με επόμ. το επίθ. ξένος):
- έχω πολλήν λύπην διατ’ εσένα την ορφανήν και ξένην (Διγ. Άνδρ. 40814· Θρ. Κύπρ. 525).
- 4) Απροστάτευτος, αβοήθητος:
- (Μαχ. 9829)·
- Τοίνυν το Μοναστήριον τούτο εις τον Θεόν παραδίδω … ως ορφανόν και αδικημένον (Χειλά, Χρον. 357).
- Η λ. ως ουσ.:
- (Ασσίζ. 2924· Προδρ. IV 547)·
- ’γαπούσαν (ενν. οι πρωτινοί άνθρωποι) τ’ αρφανά και επανδρεύασίν τα (Γεωργηλ., Θαν. 608)·
- (περιληπτ.):
- ο ξένος και ο ορφανός και η χήρα ος εις τα κάστρη σου, και να φαν και να χορτάσουν (Πεντ. Δευτ. XIV 29).
[αρχ. επίθ. ορφανός. Ο τ. αρφανός στο Somav. και σήμ. λαϊκ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορφανός -ή -ό [orfanós] Ε1 : 1. (για ανήλικο πρόσ.) που λόγω θανάτου έχει στερηθεί τον ένα ή και τους δύο γονείς του: Παιδί ορφανό από πατέρα / από μητέρα. Σκοτώθηκαν οι γονείς αφήνοντας τα παιδιά τους ορφανά και απροστάτευτα. || (ως ουσ. και στα τρία γένη) ανήλικο πρόσωπο που έμεινε ορφανό: Aυτός πέθανε και ησύχασε· αλίμονο στη χήρα και στα ορφανά! || (επέκτ.) για ανήλικο ζώο που έχει πεθάνει η μητέρα του: Ορφανά γατάκια. 2. (μτφ.) α. (συναισθ.) που έχει στερηθεί κπ. πολύ αγαπημένο, ιδίως προστάτη, ηγέτη, καθοδηγητή ή σύντροφο: Ο πατέρας πή γε εξορία αφήνοντας το σπίτι ορφανό. β. (παρωχ., για φαγητό) που δεν περιέχει κρέας, ενώ κανονικά αυτό χρειάζεται: Ορφανό στιφάδο / παστίτσιο.
[αρχ. ὀρφανός]