Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορφανικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ορφανικός, επίθ.
  • (Μεταφ.) που δεν έχει δεσμευτεί ή ασφαλιστεί με συμφωνία:
    • τα ορφανικά ζα οπό βρίσκουνται στη χέρα μου (Ολόκαλος 21315).

[αρχ. επίθ. ορφανικός. Η λ. σε έγγρ. του 18.-19. αι. και στο ΑΛΝΕ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες