Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορφάνια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορφάνια η [orfána] Ο25α : η κατάσταση αυτού που είναι ορφανός: Mεγάλωσε μέσα στην ~ και στη φτώχεια.

[ορφαν(εύω) -ια (αναδρ. σχημ.) (πρβ. αρχ. ὀρφανία)]

[Λεξικό Κριαρά]
ορφανία η.
  • 1) Το να μείνει κανείς χωρίς γονείς, ορφάνεμα:
    • (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. III 70).
  • 2) Στέρηση, απώλεια αγαπημένου προσώπου:
    • κόπτονται πάντες και θρηνούν (ενν. τον Έκτορα), την ορφανίαν φωνάζουν (Πόλ. Τρωάδ. 7147
    • (εδώ μεταφ.):
      • κλαίοντες πάντες … την ορφανίαν … έκαμναν και όρκους να μην τον αφήσουν (ενν. το βασιλέα) να μισεύσει (Βενετσάς, Δαμασκηνού Βαρλαάμ 14633).

[αρχ. ουσ. ορφανία. Τ. ορφανιά στο Βλάχ. και ορφάνια σήμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες