Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ορυκτός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ορυκτός, επίθ.
  • α) Σκαμμένος:
    • (Ερμον. Ω 197
  • β) έγγλυφος, σκαλισμένος:
    • πέτραν ευρίσκεις ορυκτήν μετά του εργαλείου (Παϊσ. Ιστ. Σινά 1460).

[αρχ. επίθ. ορυκτός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορυκτός -ή -ό [oriktós] Ε1 : 1. που ανήκει στα ορυκτά, που είναι ορυκτό: Ορυκτό αλάτι / ρετσίνι. 2. που προέρχεται από ορυκτό: Ορυκτά έλαια / καύσιμα. || Ο ~ πλούτος μιας χώρας, το σύνολο των εκμεταλλεύσιμων ορυκτών της.

[λόγ. < αρχ. ὀρυκτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go