Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορυκτέλαιο το [oriktéleo] Ο40 : ονομασία λαδιών που προέρχονται κυρίως από την απόσταξη του πετρελαίου και χρησιμοποιούνται ως λιπαντικά.
[λόγ. ορυκτ(ός) + -έλαιον μτφρδ. αγγλ. mineral oil]



