Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οροπέδιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οροπέδιο το [oropéδio] Ο40 : μεγάλη έκταση γης, επίπεδη ή κάπως κυμα τοειδής, που βρίσκεται επάνω σε βουνό· (πρβ. υψίπεδο): Tο ~ του Ομαλού.

[λόγ. < ελνστ. ὀροπέδιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go