Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορντέβρ το [ordévr] Ο (άκλ.) : χαρακτηρισμός για φαγώσιμα που προσφέρονται πριν από το κυρίως γεύμα ή το δείπνο ως ορεκτικά: Aντζούγιες, ελιές κι άλλα ~. Ποικιλία από ~.
[λόγ. < γαλλ. hors-d΄œuvre]



