Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορνιός ο [ornós] Ο17 : (λαϊκότρ.) η αγριοσυκιά.
[*ερνιός με υποχωρ. αφομ. [e-o > o-o] < αρχ. ἐρινεός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και συγκ. του άτ. [i] (σύγκρ. όρσε)]



