Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορνιός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορνιός ο [ornós] Ο17 : (λαϊκότρ.) η αγριοσυκιά.

[*ερνιός με υποχωρ. αφομ. [e-o > o-o] < αρχ. ἐρινεός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και συγκ. του άτ. [i] (σύγκρ. όρσε)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες