Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ορνιθοσκαλίσματα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορνιθοσκαλίσματα τα [orniθoskalízmata] Ο49 : (οικ.) χαρακτηρισμός για άσχημο και συνήθ. δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα καθώς και για το σχετικό κείμενο: Kάνει ~. Στραβώθηκα για να διαβάσω τα ορνιθοσκαλίσματά σου.

[λόγ. όρνιθ(α) -ο- + σκαλίσματα, πληθ. του σκάλισμα μτφρδ. ιταλ. zampe di gallina `πόδια κότας΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go