Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ορμώνω.
-
- Ά (Αμτβ.) ξεκινώ ορμητικά, ορμώ:
- Ενταύθα ορμώσασιν κι υπάουν ολόρθα εις την Μεθώνην (Χρον. Μορ. H 1690).
- B́ Μτβ. (Μεταφ.)
- 1) Κατευθύνομαι προς κ., επιδιώκω κ.:
- πορνείαν ορμώσει, αλλ’ ου καταβοδοθήσεται (Ο γεννηθείς νεώτερος … φ. 148).
- 2) Κατατροπώνω, «κανονίζω», «τακτοποιώ» κάπ.:
- τον λαόν της (ενν. της Πενταχιλίας) Έλληνες κακά της τον ορμώνουν (Πόλ. Τρωάδ. 10750).
- 1) Κατευθύνομαι προς κ., επιδιώκω κ.:
[<ορμώ αναλογ. με τα ρ. σε ‑ώνω. Η λ. (;) και σήμ. ιδιωμ. με διαφορ. σημασ.]
- Ά (Αμτβ.) ξεκινώ ορμητικά, ορμώ: