Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορμώμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορμώμαι [ormóme] Ρ11 : (λόγ.) 1. κατάγομαι: Εξ Aλεξανδρείας ορμώμενος. 2. ξεκινώ από κτ., το έχω ή το χρησιμοποιώ ως κίνητρο, αιτία ή αφορ μή: Aπό πού ορμώμενος έβγαλες αυτά τα συμπεράσματα;

[λόγ. < αρχ. ὁρμῶμαι, μέσο του ὁρμῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες