Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορμιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορμιά η [ormná] Ο24 : το σκοινί στο οποίο δένουν το αγκίστρι· αρμιθιά· (πρβ. πετονιά).

[αρχ. ὁρμιά `πετονιά από τρίχα αλόγου΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ορμιάζω.
  • Ψαρεύω με λεπτό αλιευτικό νήμα:
    • ο είς τον άλλον δεν γροικά και ανάκουτα φωνάζουν, να 'πες αγρίμια κυνηγούν και λουματέαν ορμιάζουν (Σαχλ., Αφήγ. 209).

[αρχ. ουσ. ορμιά + κατάλ. ‑ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες