Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ορμήνια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορμήνια η [ormína] Ο25α : (λαϊκότρ.) συμβουλή: Δίνω ~ σε κπ., τον συμβουλεύω. Παίρνω ορμήνιες από κπ.

[μσν. *ορμήνια (πρβ. μσν. ορμηνεία, ερμήνεια) < ορμην(εύω) -ια (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go