Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ορκισμός
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ορκισμός ο.
  • Επιβολή όρκου, όρκος (εδώ ως σύστ. αντικ.):
    • ορκισμό όρκισεν (ενν. ο Ιωσέφ) τα παιδιά του Ισραέλ του ειπεί· … (Πεντ. 'Εξ. XIII 19).

[μτγν. ουσ. ορκισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go