Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οριστική
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οριστική η [oristikí] Ο29 : (γραμμ.) η έγκλιση που παρουσιάζει αυτό, το οποίο δηλώνεται από το ρήμα, ως πραγματικό και βέβαιο: ~ ενεστώτα / παρατατικού / αορίστου / μέλλοντα. Σημασία των χρόνων στην ~. Aπλή / δυνητική* / ευχετική ~.

[λόγ. < ελνστ. ὁριστική]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go