Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οριζοντίωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οριζοντίωση η [orizondíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οριζοντιώνω.

[λόγ. οριζοντιω- (δες οριζοντιώνω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go