Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθόκεντρο το [orθókendro] Ο40 : (μαθημ.) το σημείο στο οποίο τέμνονται μεταξύ τους τα τρία ύψη κάθε τριγώνου.
[λόγ. < γαλλ. orthocentre < ortho- = ορθο- 1 + centre = κέντρον]



