Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορθοφρονώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορθοφρονώ [orθofronó] Ρ10.9α : (λόγ.) σκέφτομαι λογικά ή σωστά.

[λόγ. < μσν. ορθοφρονώ < ορθο- 1 + φρονώ (διαφ. το αρχ. επίθ. ὀρθόφρων `με ερεθισμένο νου΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες