Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθομαρμάρωση η [orθomarmárosi] Ο33 : κάλυψη τοίχου με μαρμάρινες πλάκες: Εσωτερική / εξωτερική ~ ενός κτιρίου.
[λόγ. < μσν. ορθομαρμάρω(σις) -ση < ορθομαρμαρω- (ρ. ορθομαρμαρώ < ορθο- 1 + ελνστ. μαρμαρῶ) -σις]



