Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορθολογισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορθολογισμός ο [orθolojizmós] Ο17 : ρασιοναλισμός. 1. χαρακτηρισμός κάθε φιλοσοφικής θεωρίας που δέχεται ότι η δομή της πραγματικότητας είναι απόλυτα λογική και επομένως μπορεί να γίνει κατανοητή από τον άνθρωπο: Ο ~ του Nτεκάρτ. Mεταφυσικός / μαθηματικός ~. Γνωσιολογικός ~, που υποστηρίζει ότι κάθε βέβαιη γνώση προέρχεται από τη νόη ση. ANT εμπειρισμός. Θεολογικός ~, που δε δέχεται καμία θρησκευτική διδασκαλία, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη λογική. 2α. πίστη, εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο και αντίθεση σε κάθε μυστικισμό ή μεταφυσική: Ο ~ του 18ου αι. β. (μειωτ.) απόλυτος, ακραίος ορθολογισμός: Aνεπίτρεπτο πνεύμα ορθολογισμού στην αντιμετώπιση της πολιτιστικής παράδοσης.

[λόγ. φρ. ορθό(ς) λόγ(ος) (δες στο λόγος) -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες