Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορθογράφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορθογράφος ο [orθoγráfos] Ο18 θηλ. ορθογράφος [orθoγráfos] Ο35 : αυτός που μπορεί να γράφει χωρίς ορθογραφικά λάθη.

[λόγ. < ελνστ. ὀρθογράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες