Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθοέπεια η [orθoépia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : λόγος που χαρακτηρίζεται από γραμματική και συντακτική ορθότητα: Kανόνες ορθοέπειας.
[λόγ. < αρχ. ὀρθοέπεια]



