Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ορεκτικός, επίθ.· ερεκτικός· ορεχθικός· ορεχτικός· οροχτικός· 'ρεκτικός.
-
- 1)
- α) Αρεστός· αγαπητός:
- (Χρον. Μορ. H 8765)·
- ανδρόγυνον ορεκτικόν, στον κόσμο ηγαπημένον (Ιμπ. (Legr.) 37)·
- β) ποθητός, επιθυμητός (ερωτικά):
- (Θησ. Γ́ [403])·
- Παληκαράκι ορεχτικό, π’ εσύ είσαι η φωτιά μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. B́ [541])·
- γ) γοητευτικός:
- στη γη … δε βρίσκουνται … ομορφιές αμάδι καλύτερες και ορεχτικές (Φορτουν. Ιντ. ά 87)·
- δ) (προκ. για πράγμα ή τόπο) αρεστός, όμορφος:
- ρούχα … ορεκτικά και όμορφα (Θησ. Θ́ [616])·
- περβόλι ορεχτικό (Ερωτόκρ. Ά 1393).
- α) Αρεστός· αγαπητός:
- 2) Ευχάριστος, απολαυστικός:
- (Θησ. Γ́ {294])·
- ορεκτικόν αηδόνι (Φαλιέρ., Ιστ. 321).
- 3) Πρόθυμος:
- ανέναι κι είναι ορεχτικός να κάμομε το γάμο (Πανώρ. Έ 162).
- 4) Που ανοίγει την όρεξη, ορεκτικός:
- η ιστία … κάνει και αυξάνει η χάρις η ορεχτική (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 41r).
- 5) (Το ουδ. άκλ. ως επιθετ. προσδ. ουσ. κάθε γένους και αριθμού) πολύτιμος:
- από ορεχτικό λαγκάδια του ναιώνα (Πεντ. Δευτ. XXXIII 15).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Απόλαυση:
- αυτός (ενν. ο Άσερ) να δώσει οροχτικά του βασιλεά (Πεντ. Γέν. XLIX 20).
- 2) Ορεκτικό φαγητό:
- κάμε εμέν ορεχτικά … και να φάγω (Πεντ. Γέν. XXVII 4).
- 3) (Άκλ.) πολύτιμα δώρα:
- από ορέχτικό ηγής και το γέμισμά της (Πεντ. Δευτ. XXXIII 16).
- 1) Απόλαυση:
[αρχ. επίθ. ορεκτικός. Ο τ. ‑χτι‑ και η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορεκτικός -ή -ό [orektikós] Ε1 : που προκαλεί επιθυμία για φαγητό. α. (για φαγώσιμο) που ανοίγει την όρεξη: Ορεκτικοί μεζέδες. || (ως ουσ.) το ορεκτικό, κάθε φαγώσιμο, που το τρώνε πριν από το κυρίως φαγητό για να ανοίξει η όρεξη· ορντέβρ: Mια πιατέλα με ορεκτικά. β. (για φαρμακευτική ουσία) που καταπολεμά την ανορεξία. || (συνήθ. ως ουσ.) το ορεκτικό, φάρμακο που καταπολεμά την ανορεξία: Ο γιατρός τού έδωσε ένα ορεκτικό.
[λόγ. < ελνστ. ὀρεκτικός, αρχ. σημ.: `που αναφέρεται στην επιθυμία΄]



