Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ορεκτικά
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ορεκτικά, επίρρ.· ορεχτικά.
  • Με ευχαρίστηση, με καλή διάθεση, πρόθυμα:
    • (Πηγά, Χρυσοπ. 367 (37)
    • Ανέν και κανισκέψει τον (ενν. τον αβουγαδούρο) … πρόθυμα και ορεκτικά υπάγει εις το κρίσιμόν του (Σαχλ., Αφήγ. 379

[<επίθ. ορεκτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go