Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οργιώδης -ης -ες
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οργιώδης -ης -ες [orjióδis] Ε11 : (λόγ.) οργιαστικός: ~ βλάστηση / φαντασία.

[λόγ. όργι(ον) -ώδης απόδ. γαλλ. orgiaque (δες στο όργιο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go