Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οργιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οργιάζω [orjiázo] Ρ2.1α : 1α. επιδίδομαι σε όργια, διασκεδάζω διαπράτ τοντας ακολασίες: Οι Ρωμαίοι οργίαζαν στα συμπόσια. || με υπερβολή: Πού οργίαζες πάλι χτες βράδυ; β. (μτφ.) διαπράττω παράνομες ή ανήθικες πράξεις: Οργίασε κατά την κατοχή / στα χρόνια της δικτατορίας. Ορ γιάζουν οι άνθρωποι του καθεστώτος. 2. (μτφ., στο γ' πρόσ.) για κτ. που είναι άφθονο ή για δραστηριότητα που είναι πολύ έντονη: Οργιάζει η βλάστηση. Οργιάζει η κερδοσκοπία / ο χαφιεδισμός / το έγκλημα. Οργιάζουν οι φήμες. Οργιάζει η φαντασία κάποιου. || Οργιάζει η φύση, κατά την περίοδο της άνοιξης.

[λόγ. < αρχ. ὀργιάζω `τιμώ κπ. θεό με οργιαστικές τελετές΄ και κατά τις νέες σημ. της λ. όργιο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες