Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οργανοπαίκτης ο [orγanopéktis] & οργανοπαίχτης ο [orγanopéxtis] Ο10 : αυτός που παίζει, συνήθ. επαγγελματικά, λαϊκό μουσικό όργανο.
[λόγ. όργαν(ον)Ι2α -ο- + παίκτης· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]



