Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οργανιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οργανιστής ο [orγanistís] Ο7 : αυτός που παίζει εκκλησιαστικό μουσικό όργανο.

[λόγ. < γαλλ. organiste < μσνλατ. organista (στη νέα σημ.) < λατ. organ(um) < αρχ. ὄργανον (δες όργανοΙ2β) -ista = -ιστής (διαφ. το ελνστ. ὀργανιστής `μουσικός΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες