Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οραματιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οραματιστής ο [oramatistís] Ο7 θηλ. οραματίστρια [oramatístria] Ο27 : αυτός που οραματίζεται κτ.

[λόγ. < ελνστ. ὁραματιστής· λόγ. οραματι σ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go