Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οραματισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οραματισμός ο [oramatizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του οραματίζομαι.

[λόγ. < ελνστ. ὁραματισμός `οπτασία΄ κατά τη σημ. του οραματίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go