Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορέγομαι [oréγome] Ρ3β (χωρίς μππ.) : (λόγ.) επιθυμώ πολύ κτ., το ποθώ: Ορέγεται μεγαλεία.
[λόγ. < αρχ. ὀρέγομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ορέγομαι· ορέγουμαι· ορεύγομαι· 'ρέγομαι· 'ρέγουμαι· 'ρεύγομαι· αόρ. ορέκτην ‑ηκα· 'ρέκτην.
-
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Θέλω, επιθυμώ:
- (Λίβ. Sc. 2210, 2247), (Γαδ. διήγ. 72)·
- β) επιθυμώ έντονα, ποθώ, λαχταρώ:
- ορέγεται να την ιδεί, γοργόν την πείτε να 'λθει (Φλώρ. 966· Λίβ. Sc. 970)·
- γ) επιθυμώ, ποθώ (ερωτικά) κάπ.:
- (Κατζ. Ά 248)·
- Κόρη πολλά σε ορέγομαι, να σε καταχορτάσω (Αχιλλ. (Smith) Ο 521)·
- (με την πρόθ. εις + αιτιατ.):
- (Πεντ. Δευτ. XXI 11)·
- ο Σεκέμ ο υιός μου ορέχτην η ψυχή του εις τη θεγατέρα σας (Πεντ. Γέν. XXXIV 8)·
- δ) ενδιαφέρομαι ζωηρά για κ.:
- επιθυμεί και ορέγεται περί Θεού να μάθει (Κύριλλ. Κων/π. 371)·
- ε) εποφθαλμιώ:
- μη ορεχτείς το σπίτι του σύντροφού σου (Πεντ. Έξ. XX 17)·
- στ) επιθυμώ έντονα να φάω κ., λιγουρεύομαι:
- την τροφήν ορέχθην (Απόκοπ. 35· Αιτωλ., Μύθ. 542).
- α) Θέλω, επιθυμώ:
- 2)
- α) Μου αρέσει, με ευχαριστεί κ.:
- Ορέγομουν να περπατώ με τους τραγουδιστάδες (Σαχλ., Αφήγ. 57· Θησ. Πρόλ. [92])·
- β) απολαμβάνω:
- κατά μέρος 'ρέγομαι τας καλλονάς εκείνου (ενν. του κάστρου) (Καλλίμ. 2533)·
- γ) (με την πρόθ. εις + αιτιατ.) αισθάνομαι ερωτική ευχαρίστηση:
- να είναι αν δεν ορεχτείς εις αυτήν (ενν. γεναίκα) και να την απεστείλεις του θελήματού της (Πεντ. Δευτ. XXI 14)·
- δ) αγαπώ·
- (εδώ μεταφ. προκ. για φυτό):
- Η καστανέα ορέγεται τον ψυχρόν τόπον (Αγαπ., Γεωπον. 157).
- (εδώ μεταφ. προκ. για φυτό):
- α) Μου αρέσει, με ευχαριστεί κ.:
- 3) Καμαρώνω, θαυμάζω κάπ. ή κ.:
- Ξένοι, δικοί το 'ρέγονται το τέκνο, όσοι το δούσι (Θυσ. 685)·
- ορέγεται (ενν. ο ρήγας) τσι χάρες σου (Ερωτόκρ. Γ́ 697).
- 4) Εκτιμώ ιδιαίτερα κ. σε κάπ.:
- ειπέ, Παναγία, … τι σου ορέκτηκεν ο Κύριος (Πηγά, Χρυσοπ. 90 (17)).
- 5) Προτιμώ, διαλέγω:
- (Φαλιέρ., Λόγ. 149)·
- εκείνο τό ορέγονταιν άλλοι να το αγοράσουν … αγόρασε (Σπαν. (Ζώρ.) V 331)·
- (με την πρόθ. εις + αιτιατ.):
- από όλα τα έθνη ορέχτην ο Κύριος εις εσάς (Πεντ. Δευτ. VII 7· Δευτ. X 15).
- 6)
- α) Δέχομαι, συμφωνώ:
- του αφηγήθησαν τες συμφωνίες εκείνες …· αν αγαπά κι ορέγεται να τες έχει στερεώσει (Χρον. Μορ. H 573)·
- β) (προκ. για συμβουλή) αποδέχομαι:
- Ο πρίγκηπας, ως το ήκουσεν, μεγάλως το ορέχτη (Χρον. Μορ. P 2640).
- α) Δέχομαι, συμφωνώ:
- 7) Αποφασίζω:
- ο Βαλτουβής ο βασιλεύς ορέχτηκεν να απέλθει εκεί εις την Αδριανόπολιν (Χρον. Μορ. H 1083).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1) Επιθυμώ, θέλω:
- (Τριβ., Ταγιαπ. 275), (Διγ. O 681).
- 2) Αισθάνομαι ευχαρίστηση, ευφραίνομαι:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 292)·
- να δω τον θαυμαστόν τον πύργον … να ορεκτεί η ψυχή μου (Φλώρ. 1421).
- 1) Επιθυμώ, θέλω:
[αρχ. ορέγομαι. Οι τ. ορεύγ‑ 'ρέγ‑ και 'ρέγουμαι στο Somav. (στη λ.). Οι τ. ‑ουμαι και 'ρέγουμαι και σήμ. λογοτ. (ΑΛΝΕ). Ο τ. 'ρεγ‑ και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ.). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Ά Μτβ.