Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οπός
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπός ο [opós] Ο17 : (λόγ.) χυμός.

[λόγ. < αρχ. ὀπός]

[Λεξικό Κριαρά]
οπός ο.
  • Το γαλακτώδες υγρό που βγαίνει κατά τη χάραξη φυτού·
    • εδώ με το επίθ. κυρηναϊκός προκ. για τον οπό του φυτού σιλφίου (βλ. και κυρηναϊκός):
      • Δίδου αυτού μετά κρέως οπόν κυρηναϊκόν (Ιερακοσ. 45311).

[αρχ. ουσ. οπός. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]

[Λεξικό Κριαρά]
οπόσος, αντων.,
βλ. πόσος.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go