Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπωρώνας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπωρώνας ο [oporónas] Ο2 : (λόγ.) το περιβόλι: Ένας ~ με μηλιές / πορτοκαλιές / αχλαδιές.

[λόγ. οπώρ(α) -ών > -ώνας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες