Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οπλουργός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπλουργός ο [oplurγós] Ο17 : τεχνίτης που ασχολείται με μικροεπισκευές και συντήρηση ιδίως φορητών όπλων. || (στρατ.) αντίστοιχη ειδικότητα στο στρατό.

[λόγ. < ελνστ. ὁπλουργός `κατασκευαστής όπλων΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go