Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπλοκατοχή η [oplokatoxí] Ο29 : (νομ.) κατοχή όπλου: Kαταδικάστηκε για παράνομη ~.
[λόγ. οπλο- + κατοχή μτφρδ. γαλλ. détention d΄armes ή γερμ. Waffenbesitz]



