Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οπισθοδρομώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπισθοδρομώ [opisθoδromó] Ρ10.9α : 1. (λόγ.) κινούμαι προς τα πίσω. 2. (μτφ.) ακολουθώ αντίστροφα μία εξελικτική πορεία που προηγήθηκε, έρχομαι σε προηγούμενο στάδιο λιγότερο εξελιγμένο: H μεσαιωνική κοινωνία οπισθοδρόμησε προς τη βαρβαρότητα.

[λόγ. < ελνστ. ὀπισθοδρομῶ `τρέχω προς τα πίσω΄ σημδ. γαλλ. rétrograder]

[Λεξικό Κριαρά]
οπισθοδρόμως, επίρρ.
  • Προς τα πίσω:
    • στρέψας τας ηνίας και οπισθοδρόμως ελαύνων έφευγε μεν ως λαγωός (Δούκ. 24110).

[<επίθ. οπισθοδρόμος (9. αι., L‑S)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go