Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οπερατέρ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπερατέρ ο [operatér] Ο (άκλ.) : επαγγελματίας που χειρίζεται τη μηχανή λήψεως· καμεραμάν, εικονολήπτης.

[λόγ. < γαλλ. opérateur]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go